(απαραίτητο για την ψηφοφορία των ταινιών)
(απαραίτητο για το σχολιασμό των ταινιών)

Στατιστικά

  • Σύνολο μελών: 6637

Τυχαίες ταινίες

Προβολή της ταινίας

Μοναστηράκι

Κείμενο της Ελευθερίας Ντάνου και συνέντευξη με την Γκαίη Αγγελή σχετικά με το "Μοναστηράκι" στο περιοδικό "ΠΑΝΘΕΟΝ" Ιανουάριος 1977

ΠΑΝΘΕΟΝ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 1977

Το ελληνικό ντοκυμανταίρ και η ταινία μικρού μήκους

ΑΛΛΗ μια νέα σκηνοθέτρια, που έκαμε την εμφάνισή της στο 17ο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης με το ντοκυμανταίρ «Μοναστηράκι», είναι η Γκαίη Αγγελή.
Άλλη μια γυναίκα στο χώρο του Κινηματογράφου, με πλήρη συναίσθηση των υποχρεώσεων που αναλαμβάνει και των ευθυνών που την περιμένουν, είναι μεγάλο κέρδος.

Η Αγγελή δεν καταπιάστηκε επεισοδιακά με τον κινηματογράφο ή γιατί ήθελα να αποκτήσει ένα επάγγελμα, ένα οποιοδήποτε επάγγελμα. Έχει σπουδάσει οικονομικά στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης – προϋπόθεση που της εξασφάλιζε, φυσικά, μια επικερδή δουλειά. Ωστόσο, η νέα σκηνοθέτρια προτίμησε τον δύσβατο και αβέβαιο δρόμο που οδηγεί στην υπόθεση που λέγεται Ελληνικός Κινηματογράφος, αφού σπούδασε τα μυστικά της 7ης Τέχνης και έτσι την είδαμε στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ του 1976.

Η ταινία της «Μοναστηράκι» είναι ένα αυθεντικό στη μορφή του και στη δομή του ντοκυμανταίρ, που μας δείχνει όλες τις αναμνήσεις από τα μέσα του 19ου αιώνα κι εδώ. Ενθύμια και μνήμες που βρίσκονται ανάμεσα στην εγρήγορση και τον ύπνο, μεταξύ του χθες που δεν έφυγε ακόμα και του σήμερα, που δεν έγινε ακόμη αύριο.

Αυτό ακριβώς το χώρο έχει κινηματογραφήσει η Γκαίη Αγγελή. Χαρακτηρίζω δε το «Μοναστηράκι» σαν αυθεντικό εθνογραφικό ντοκυμανταίρ, γιατί τα στοιχεία, που αντιπαραθέτει η σκηνοθέτρια για να πει αυτό που θέλει, είναι γνήσια αποδεικτικά των εποχών που πέρασαν.

Η τεχνοτροπία της Αγγελή για τη δημιουργία της μικρής της ταινίας, δεν είναι ούτε πρωτοποριακή ούτε νέα. Ο συνδυασμός φωτογραφίας και λήψεων, είναι αρκετά συνηθισμένη δουλειά. Πάντως, όμως, είναι μια προσεγμένη καις σωστά μελετημένη δουλειά.

Μίλησα με την πολλή αξιόλογη και σαν άνθρωπο και σαν κινηματογραφίστρια Γκαίη Αγγελή και φυσικά τη ρώτησα:
ΕΡΩΤ. : Γιατί διάλεξε το χώρο του Μοναστηρακιού για να γυρίσει την ταινία της και γιατί περιόρισε τον τίτλο της ταινίας στον συγκεκριμένο τόπο.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Σαν χώρος το Μοναστηράκι, από κοινωνική σκοπιά και σαν λειτουργία, ανταποκρίνεται σε ένα πολύ μεγάλο φάσμα αναγκών, αφού για παζάρι πρόκειται, που τις ικανοποιεί κυρίως με αντικείμενα από δεύτερο χέρι. Η πελατεία του πολυποίκιλη και αυτή, μπορεί να χωριστεί σε δυο μεγάλες κατηγορίες, σ’αυτούς που το επισκέπτονται έχοντας μια συγκεκριμένη ανάγκη, από ένα φτηνό σακάκι για το χειμώνα ή ένα παλιό ψυγείο για το καλοκαίρι, μπότες για το κυνήγι ή μια παλιά καρέκλα για το ντεκόρ μιας ταινίας, και στους «περίεργους». Αυτοί οι δεύτεροι δεν αναζητούν κάτι που ανταποκρίνεται από τα πριν σε μια ανάγκη συνήθη, αλλά ψαχουλεύουν, αναζητούν, παραμυθιάζονται και παραμυθιάζουν ενώ τελικά μαθαίνουν πως η αναγνώριση της αξίας μερικών πραγμάτων χρειάζεται κάποια «μύηση». Αυτή η κατηγορία είναι, κυρίως, που δημιούργησε το μύθο «Μοναστηράκι». «Εμένα δεν μ’ενδιαφέρει μόνο η πραγματικότητα «Μοναστηράκι», αλλά και ο μύθος που το συνοδεύει, γι’αυτό άλλωστε διάλεξα κι αυτή τη φιλμική μορφή που έχει η ταινία.

ΕΡΩΤ. : Από ό,τι είδα, η ταινία σας είναι μάλλον μια μελέτη. Πόσος καιρός σας χρειάστηκε για να μαζέψετε το υλικό σας και πόσες φορές πήγατε στο Μοναστηράκι γι’αυτή τη δουλειά;
ΑΠΑΝΤ. : Θα μπορούσα να πω ότι ασχολήθηκα εντατικά μισό χρόνο, τράβηγμα φωτογραφιών, γύρισμα φιλμ, κατανομή υλικού και τελικά γύρισμα αυτού του υλικού πια στην τρυκέζα. Πριν αλλά και κατά τη διάρκεια του τραβήγματος των φωτογραφιών καθώς επισκεπτόμουνα καθημερινά σχεδόν το Μοναστηράκι, μίλαγα με τους ανθρώπους και συγκέντρωνα όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες από εμπόρους, αλλά και από αγοραστές και επισκέπτες του χώρου. Η ανάλυση και η δόμηση στο θέμα έγινε βάσει των πληροφοριών που συγκέντρωσα.

ΕΡΩΤ. : Συναντήσατε δυσκολίες με τον εκεί κόσμο κατά τη διάρκεια της δουλειάς σας;
ΑΠΑΝΤ.: Όχι, καθόλου. Πολλοί μάλιστα, μου ζήταγαν να τους στείλω και τη φωτογραφία τους.

ΕΡΩΤ. : Την ταινία σας την χαρακτηρίζω αυθεντικό εθνογραφικό ντοκυμανταίρ. Δεν νομίζετε πως γι’αυτό το λόγο θα μπορούσε να έχει κάποια άλλη φόρμα;
ΑΠΑΝΤ. : Το μοναστηράκι δεν αγκαλιάζεται με μια ματιά σε μια μονάχα χρονική στιγμή, γι’αυτό κι έγινε προσπάθεια να ενσωματωθούν στην ταινία στοιχεία μιας περιορισμένης βέβαια διαχρονικότητας, αλλά με πληρότητα από άποψη των πολυδιάστατων όψεων, που αυτό εμφανίζει στα μάτια όλων μας. Γι’αυτό νομίζω ότι η φόρμα της ταινίας μου όπως την έδωσα, είναι η πιο κατάλληλη για το Μοναστηράκι.

ΕΡΩΤ. : Έχετε μια ενότητα μουσικής, χώρου και αντικειμένων, πώς καταφέρατε κυρίως η μουσική να έχει αυτό το δέσιμο και την ενότητα με τα δυο άλλα στοιχεία;
ΑΠΑΝΤ. : Πιστεύω πως η μουσική είναι από τα δυσκολότερα μέρη μιας ταινίας. Πριν ακόμα αρχίσω το γύρισμα της ταινίας, είχα φανταστεί το Μοναστηράκι με εικόνες και μουσική χωρίς λόγο. Η μουσική είναι όλη γραμμένη από δίσκους των 78 στροφών. Ρεμπέτικα, αστικά, ταγκό, όπερα και ροκ μουσική. Ό,τι δηλαδή, ακούμε στο Μοναστηράκι. Ο συνδυασμός της εικόνας με τη μουσική είναι που τονίζει περισσότερο τις σημασίες στην ταινία, έτσι πετυχαίνεται ένα χιούμορ και μια κριτική. Το πρόβλημα στην ταινία δεν ήταν πώς να δέσω μια οπτική εντύπωση που ανάγει στην μπελ επόκ και μια άλλη που έχει το γνώριμο ύφος του νεορεαλισμού, αλλά πώς να δείξω ότι είναι δεμένα μεταξύ τους.

ΕΡΩΤ. : Πώς βλέπετε τους νέους σκηνοθέτες στον τόπο μας;
ΑΠΑΝΤ. : Οι σκηνοθέτες είναι νέοι και νεότεροι. Υπάρχει ήδη η γνωστή γενιά των νέων σκηνοθετών, όμως εκτός απ’αυτούς υπάρχουν και οι νεότεροι. Οι μεν πρώτοι είναι αυτοί που έχουν κάνει δυο και τρεις ταινίες μεγάλου μήκους και έχουν ήδη γίνει γνωστοί και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, οι δε δεύτεροι εμφανίστηκαν τα δυο τελευταία χρόνια με μια ταινία και κυρίως μικρού μήκους. Νομίζω ότι εμείς όλοι είμαστε το μέλλον της ελληνικής κινηματογραφίας, αλλά και το παρόν της.

Ελευθερία Ντάνου