"Ενα ντοκυμαντέρ" του Νίκου Κουτελιδάκη.
Σενάριο-Σκηνοθεσία: Νίκος Κουτελιδάκης.
Παραγωγή: Κουτελιδάκης-Φωτιάδης. Φωτογραφία: Λευτέρης Παυλόπουλος. Μοντάζ: Μπάμπης Αλέπης. Ηχοληψία: Τάκης Δημητρακόπουλος (χρώμα, 25', 16 χιλ.)
Η ταινία γυρίστηκε στο Γαλαξίδι.
" Αφήστε τα σπίτια να γίνουν κατοικίες νεκρών, θα βρεις άλλους τόπους, άλλες πολιτείες..."
Χίλιες και μια νύχτες
Η ταινία του Κουτελιδάκη υπήρξε ίσως ή πιο χειροπιαστή, ή πιο συγκεκριμένη δουλειά στις μικρού μήκους, και λέγοντας χειροπιαστή δεν εννοούμε τους όρους αναγνώσιμη η προσδιορίσιμη αλλά στέρεα και απτή (όπως ένα πήλινο σταμνί λόγου χάρη πού μπορεί ακόμα να γίνει φτερούγα γλάρου στον ορίζοντα ή γυαλάδα ψαριού στο νερό). Ο Κουτελιδάκης προφέροντας τα πράγματα με τ' όνομα τους μας μεταφέρει τον ποιητικό τους απόηχο.
Ή κάμερα καταγράφει εξωτερικούς τοίχους παλιών αρχοντικών στο Γαλαξίδι πού γνώρισε ένα ένδοξο ναυτικό παρελθόν. Σπίτια ρημαγμένα, βουλιαγμένα, σπίτια πού βιώθηκαν έντονα και αφέθηκαν στο θάνατο- ένα νεκροταφείο σπιτιών. Μια παράξενη μακρόσυρτη ισπανό-εβραϊκή μουσική του 15ου αιώνα συνοδεύει την εικόνα. Μετά μπαίνουμε στο ναυτικό μουσείο της πόλης. Κάδρα στους τοίχους- σκούνες, γαλέρες, καλοτάξιδα πλοία του περασμένου αιώνα, ακρόπρωρα ακουμπισμένα στους τοίχους. Το μουσείο είναι παλιό και μικρό. Το μουσείο, μαζί με τα εκθέματα ενός παρελθόντος πού έφυγε ανεπίστρεπτα, μας πνίγουν. Αίφνης το καρναβάλι εισβάλλει στους δρόμους, το έθιμο, ο εξαναγκασμός του εθίμου, ή αναβίωση του.
Ο καιρός είναι βροχερός, ή πόλη στάζει, οι άνθρωποι στάζουν. Οι καρναβαλιστές, μετά από όσα έχουν προηγηθεί στην οθόνη μοιάζουν να κουβαλούν τις εικόνες του παρελθόντος, να μεταφέρουν το πτώμα της πόλης, να το περιφέρουν. Οι καρναβαλιστές, φορείς μιας πόλης πού φθίνει και αχθοφόροι παρωχημένου χρόνου, μέσα στον μηδενισμένο χώρο πού τον περιβάλλει ή θάλασσα προσπαθούν να κρατηθούν ζωντανοί συμμετέχοντας στην κηδεία" του εαυτού τους, προσπαθούν να κρατηθούν ζωντανοί με την υπερβολική κίνηση των σωμάτων, τη διέγερση, το πανδαιμόνιο των ήχων πού παράγουν. Δε μας πείθουν. Παράξενη σιωπή, σιωπή επιτάφιου μας μεταφέρεται μέσα απ' αυτή τη σχεδόν πολεμική σύρραξη με τις κουδούνες και τις φωνές. Οι καρναβαλιστές προσπαθούν να απωθήσουν τον θάνατο και μας τον μεταθέτουν. Ή μηχανή θ' αφήσει τους πανηγυριστές να υγραίνονται στη βροχή και θα ξαναγυρίσει στους ραγισμένους τοίχους και τη μακρόσυρτη θλιμμένη μπαλάντα του πρώτου μέρους, στην επανάληψη, στα άδεια σπίτια, τους τάφους της μνήμης μας· ή κάμερα στάζει.
Νεκροί χώροι, χώροι πού λειτούργησαν στο παρελθόν, χώροι πού άστραψαν και εγκαταλείφθηκαν στο υγρό παρόν. Σπίτια, τοίχοι, αμπαρωμένες ξύλινες πόρτες, σκουριασμένες αλυσίδες, μπαλκόνια σπιτιών γλιστρούν μπροστά από την κάμερα και εξαφανίζονται / καταποντίζονται εκτός"κάδρου. Αυτά πού εγγράφονται στην οθόνη μετουσιώνονται ποιητικά στη διαδρομή τους προς τις αισθήσεις μας και τελείως διαφορετικές εντυπώσεις μας αγγίζουν.
Η ζωντάνια και η αξία της ταινίας του Κουτελιδάκη στηρίζεται σ' αυτήν ακριβώς τη λειτουργία: τη λειτουργική μεταλλαγή της εικόνας της.