Μήδεια 70
- Έτος:
- 1969
ΧΡΟΝΙΚΟ της ταινίας ΟΙ ΚΑΡΒΟΥΝΙΑΡΗΔΕΣ
Την Άνοιξη του 1977 έγινε μια μάζωξη στο γραφείο του Δημήτρη Αυγερινού (παραγωγού - σκηνοθέτη) με σκοπό την οργάνωση της προβολής πενήντα ταινιών μικρού μήκους, στον κιν/φο ΑΛΚΥΟΝΙΔΑ.
Πήγαινα για πρώτη φορά σ'αυτό το γραφείο, δε γνώριζα τον Αυγερινό. Με το που μπήκα μέσα έγινε ένα κλικ και από την πλευρά των δυο μας. Έτσι, που εγώ να νιώσω άνετα (σπάνιο πράγμα για μένα) και αυτός να μου πει σχεδόν αμέσως, με ύφος προκλητικό: «εγώ θα σου δώσω 1000 μέτρα φιλμ και είμαι βέβαιος ότι δεν είσαι ικανή να φτιάξεις τίποτα».
Τέτοιες ατάκες, όλα τα χρόνια, μου αποδίδονταν με ποικίλους τρόπους, ώστε εγώ να έχω φτάσει στο σημείο να τις σωματοποιήσω. Κατάλαβα όμως ότι η πρόκληση του Αυγερινού ήταν πρόκληση πίστης για μένα. Και έτσι προχώρησα. Χρειάζονταν όμως χρήματα για να κινηθούμε. Μου έδωσε ο πατέρας μου ένα μικρό ποσό («αν μου τα επιστρέψεις θα είσαι κορόιδο» είπε γελώντας), και φυσικά τα υπόλοιπα χρήματα τα έδωσε ο άντρας μου.
Τότε καθόμαστε στη Βεΐκου και απέναντι από το σπίτι μας υπήρχε μια μάντρα που πούλαγε κάρβουνα. Εκεί πήγα να πάρω τις πρώτες πληροφορίες. Δυο αδέλφια ήταν οι μαγαζάτορες που με κατηύθυναν στους χονδρέμπορους, κάπου στη Λένορμαν, ακριβώς δε θυμάμαι. Και αυτοί μ'έστειλαν στους εργάτες, μέσα στο δάσος, εκεί που φτιάχνουν τους ξυλάνθρακες. Η έρευνα μοιάζει με κουβάρι αν τραβήξεις λίγο την άκρη αυτό αρχίζει να ξετυλίγεται.
Συναντήθηκα με τον Δημήτρη Βερνίκο, που μόλις είχε τελειώσει τις σπουδές του στην Αγγλία και είχε επιστρέψει. Δε θυμάμαι ποιος μου είπε και βρήκα τον Βερνίκο. Κάναμε ένα πρώτο ταξίδι στην Εύβοια για να συναντήσουμε Καρβουνιάρηδες και να τους πείσουμε να πάμε να τους κινηματογραφήσουμε. Δέχτηκαν και εμείς πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Έφτασε τρεις η ώρα τη νύχτα και ακόμα να ψάχνουμε το δρόμο της επιστροφής. Είχαμε χαθεί μέσα στους δρόμους και τα δένδρα. Για το γύρισμα όμως χρειαζόμαστε και ένα αυτοκίνητο. Μου το έδωσε ένας ξάδερφος μου, ήταν μικρό αλλά ανθεκτικό. Στοιβαχτήκαμε 4 άνθρωποι και μηχανή μάτι και πρωτομαγιά του 1977 γίνονταν το πρώτο γύρισμα στα καμίνια που έκαιγαν για να βγει το Κάρβουνο. Καθίσαμε τρεις μέρες μαζί τους και θυμάμαι πως με τους ίδιους τους Καρβουνιάρηδες υπήρξε μια μαγική «συγκόλληση». Όταν φεύγαμε μια γυναίκα μου είπε: «Μωρή κακούργα, πού πας; Που μας αφήνεις;» Για αρκετά χρόνια τους έπαιρνα τηλέφωνο, μετά χαθήκαμε.Είχα ρωτήσει ένα από τα παιδιά τους «τι θέλεις να γίνεις όταν μεγαλώσεις;» και μου απάντησε «Κύριος». Τι πάει να πει «Κύριος» τον ξαναρώτησα. Απάντησε «να φύγω από το δάσος».
Ο Δημήτρης Βερνίκος έδωσε ότι καλύτερο γινόταν. Η πρώτη κόπια ήταν το κάτι άλλο. Σε κάθε νέο τύπωμα ξεθώριαζε το άσπρο-μαύρο της ταινίας όπως ξεθωριάζαμε και εμείς. Τις δυο σκηνές που είναι μέσα στην καλύβα και τρώμε ή πίνουμε καφέ προσπάθησα να τις επαναλάβω σε άλλες ταινίες. Τίποτα. Όλα γίνονται μια φορά. Ο ηχολήπτης ο Γιάννης Δερμιτζάκης ήταν ερασιτέχνης, είχε όμως το μεγάλο προσόν να είναι μειλίχιος και αόρατος. Μαζί μας και ο Τάσος Μπουλμέτης (ο γνωστός Μπουλμέτης), βοηθός του Βερνίκου. Ήταν το πρώτο γύρισμα που πήγαινε και η συγκίνηση του μεγάλη, όπως μου έλεγε αργότερα. Ο Δημήτρης Αυγερινός έκανε το μοντάζ. Τότε ήταν «μόδα» τα πλάνα σεκάνς και όλοι μου ρίχτηκαν ότι κατέστρεψα την ταινία.. Αν μετά τόσα χρόνια στέκεται αυτή η ταινία οφείλεται στο μοντάζ. Πολλά χρωστάω στον Αυγερινό και δεν το ξεχνάω. Ένας άνθρωπος έντιμος που αν δεν τον είχαν πληγώσει θα ήταν πιο ανοιχτός και λιγότερο δύσκολος. Κάποια μέρα τα παράτησε όλα και πήγε σπίτι του.
Θυμάμαι πως στο Αντιφεστιβάλ του 1977, που διαγωνίστηκε η ταινία, μετά την προβολή της ο Καμπανέλης τη σχολίασε λέγοντας «Γιατί δεν έβαλες τη λέξη τέλος στο τέλος;» και ένας άλλος κριτικός μου είπε πως η ταινία δεν είχε timing. Κάπου είχε ακούσει τη λέξη, κάτι έπρεπε να πει και είπε για το timing. Αν δει κανένας την ταινία θα καταλάβει ότι δεν είμαι κακεντρεχής. Στο Αντιφεστιβάλ έδωσαν στην ταινία το 4° βραβείο. Θα μπορούσαν να την αφήσουν και απέξω, ήταν όμως δύσκολο να την αγνοήσουν. Εγώ όμως καρπώθηκα άλλη μια αποτυχία.
Κατάφερα όμως να επιζήσω και αυτό είναι που μετράει.