(απαραίτητο για την ψηφοφορία των ταινιών)
(απαραίτητο για το σχολιασμό των ταινιών)

Στατιστικά

  • Σύνολο μελών: 6617

Τυχαίες ταινίες

Προβολή της ταινίας

Τα ματόκλαδά σου λάμπουν

Ιστορικό

Η ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΛΟΓOΚΡΙΣΙΑΣ

Το καλοκαίρι του 1960, στη διάρκεια της δουλειάς μου ως βοηθού μοντέρ της Noelle Balanci για το «Ποτέ την Κυριακή», στο στούντιο Άλφα στα Μελίσσια, ανακαλύπτω και γοητεύομαι από τις εικόνες του «Μακεδονικού Γάμου». Γίνομαι αμέσως θαυμαστής και φίλος του Τάκη Κανελλόπουλου και τον εντάσσω στην Ομάδα. Κι όταν το Σεπτέμβριο προβάλλεται η ταινία του στο 1° εκείνο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, οργανώνουμε την πρώτη «κλάκα» υποστήριξης κι ο Τάκης κερδίζει το βραβείο «καλύτερης ταινίας μικρού μήκους». Η ιδέα της δημιουργίας «μικρού μήκους» ταινιών έχει γεννηθεί.Η μεγάλη αδυναμία μου στη μουσική (τόσο στη μορφή της Όπερας όσο και του Αμερικάνικου μιούζικαλ), μαζί και η έρευνα που 'χω αρχίσει πάνω στο ρεμπέτικο τραγούδι, με οδηγεί στην ιδέα να κάνω τον «Επιτάφιο» των Θεοδωράκη-Ρίτσου, στην εκτέλεση με τον Μπιθικώτση, μικρού μήκους ταινία. Η φίλη μας Ριρή Γρηγορέα, ηθοποιός του Εθνικού, αναλαμβάνει να μεσολαβήσει στον Ψηλό για την άδεια. Εκείνος όμως έχει επιφυλάξεις, γιατί προτιμάει να κάνει τον «Επιτάφιο» μεγάλου μήκους ταινία, και δε θέλει να τον χαραμίσει. Δεν έχει όμως αντίρρηση να μου δώσει κάποια από τ' άλλα τραγούδια του, και σκέφτομαι αμέσως τη «Νήσο των Αζόρων», σε στίχους του Μποστ, που τραγουδάει επίσης ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης.

Έτσι γνωρίζομαι με τον Μέντη Μποσταντζόγλου, που ενθουσιάζεται με την ιδέα να γίνει μια ταινία μικρού μήκους με βάση τα σκίτσα του. Μου συνιστά μάλιστα τη γιγαντιαία γελοιογραφία του «Η θαλαμηγός Χριστίνα» ως βάση του σεναρίου. Είμαι όμως κάπως επιφυλακτικός, να κάνω μια ταινία χωρίς πρόσωπα.

Την άνοιξη του 1961 βρίσκομαι στη Σκύρο, βοηθός σκηνοθέτης σε μια ταινία του παραγωγού Γιάννη Δριμαρόπουλου, και με την ευκαιρία... παντρεύομαι τη Σοφία Σφακιανάκη, με τα τοπικά έθιμα και κουμπάρους τον Αντρέα Μπάρκουλη και την Κατερίνα Γιουλάκη. Εκεί στη Σκύρο, σ' ένα καφενεδάκι της Λιναριάς, ακούω για πρώτη φορά το τραγούδι «Τα ματόκλαδά σου λάμπουν», που μόλις έχει κυκλοφορήσει, με τραγουδιστή (ποιόν άλλο;) τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Το τραγούδι μ' εντυπωσιάζει αφάνταστα, γιατί βρισκόμαστε ήδη στην «παρακμή» του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού, κι ο Μάρκος, απ' ό,τι ξέρω, είναι στ' αζήτητα.

Η ιδέα όμως, να χρησιμοποιήσω αυτό το τραγούδι για την πρώτη μου ταινία, έρχεται όταν ακούω στο ραδιόφωνο τον Γ. Π. Σαββίδη να παραλληλίζει τα «Ματόκλαδά» του Μάρκου με τις «Γυμνοπαιδίες» του Eric Satie. Συναντώ το Σαββίδη, μιλάμε πολύ για το ρεμπέτικο, και μου λέει πως η φωνή του Μπιθικώτση είναι η συνέχεια του αδικοχαμένου Γιώργου Κάβουρα. Είναι ακόμα πολύ νωρίς, και βιαζόμαστε όλοι να βγάλομε ρεμπετολογικά συμπεράσματα. Θα περάσουν χρόνια για να συνειδητοποιήσω πως η φωνή του Γρηγόρη δεν έχει καμία συγγένεια με τα σμυρναϊκά τσακίσματα του Κάβουρα, αλλά είναι η λυρική εκδοχή της δωρικής τραγουδιστικής τεχνικής του Μάρκου Βαμβακάρη.

Έτσι βάζω μπρος την παραγωγή. Ο φίλος μου Μάκης Ανδρεόπουλος μου εξασφαλίζει το νεγκατίφ, από τα «ρετάλια» των μεγάλου μήκους ταινιών που δουλεύει. Το ίδιο εύκολα εξασφαλίζεται και η εργαστηριακή επεξεργασία δωρεάν, στα εργαστήρια του Ρουσόπουλου. Δύο χρόνια πριν, είχαμε «ανακαλύψει» με τον Νίκο Κούνδουρο τον νεαρό Στάθη Γιαλελή, για να συμπρωταγωνιστήσει με τη μικρή επίσης Πόπη Ποδηματά, γνωστή αργότερα ως Χλόη Λιάσκου, στην ταινία «Δάφνις και Χλόη». Η ταινία θα καθυστερήσει, τα παιδιά έχουν στο μεταξύ μεγαλώσει, κι έτσι προκύπτουν για τον Κούνδουρο οι «Μικρές Αφροδίτες» με άλλους ηθοποιούς. Θυμάμαι λοιπόν τον Στάθη-, του προτείνω να πρωταγωνιστήσει, κι εκείνος δέχεται μ' ενθουσιασμό. Η Σοφία όμως έχει αντιρρήσεις, γιατί θα πρωταγωνιστήσει δίπλα του, και η διαφορά ηλικίας εμφανής. Προτείνω το ρόλο στον Τάκη Εμμανουήλ, αλλά εκείνος... με σνομπάρει. Στην απελπισία μου, αλλά και από συμπάθεια στο πρόσωπο του, επιλέγω τον Ανέστη Βλάχο. Πλάϊ του θα «χορέψει» ο ασκημομούρης ηλεκτρολόγος Σάββας Καλατζής, επιλεγόμενος και... Χάρος! Στο μεταξύ, η Σοφία κεντάει τους τίτλους πάνω σε τσουβάλι.

Ένα γύρισμα στο Δουργούτι και άλλες δύο ώρες στο σπίτι, για τα μάτια της κοπέλας. Η ταινία είναι έτοιμη αλλά πρέπει να βρω χρόνο και χρήμα για το μοντάζ και την επεξεργασία. Πιάνω δουλειά, βοηθός του Γκρέγκ Τάλλας, στην ταινία «Κατηγορούμενος ο έρως». Κι ο καλός μου αυτός δάσκαλος, μου φέρνει στα γραφεία της παραγωγής την παλιά εκείνη αμερικάνικη «πολεμική» μοβιόλα με λούπα, να κάνω το μοντάζ τα βράδια. Θα 'ρθει μάλιστα αρκετές φορές στο μοντάζ να με βοηθήσει δίνοντας μου αρχετυπικές κατευθύνσεις, στο πρότυπο του «μοντάζ των συγκρούσεων» που είχα επιλέξει. Το τελικό «ρετούς» έγινε από το Γιώργο Τσαούλη, και το μοντάζ νεγκατίφ από τη Γιάννα Σπυροπούλου. Όλα αφιλοκερδώς.

Η προκριματική επιτροπή του 2ου φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης απορρίπτει... μετά βδελυγμίας την ταινία. Ο Πρόεδρος μάλιστα της επιτροπής, Αλέξης Μινωτής, δηλώνει δημοσία: «Δε θα βάλομε τους χασικλήδες στο φεστιβάλ»(!!!) Η επιτροπή λογοκρισίας (Αρβανίτης) απαγορεύει την ταινία ως... αντιτουριστική (!!!) Σ' ένα πλάνο, λέει, στην προσφυγική παραγκούπολη, φαίνεται στο βάθος η Ακρόπολη (!!!) Είναι η χρονιά που ο Αλέκος Αλεξανδράκης έχει γυρίσει τη «Συνοικία το όνειρο», που περνάει πολλές περιπέτειες με την αστυνόμευση και τη λογοκρισία, αλλά η κατακραυγή στο τέλος τους υποχρεώνει να την αποδεχτούν, φαίνεται λοιπόν πως ξεσπάσανε το μένος τους σε μένα και, ως πιο αδύναμος, πλήρωσα τη νύφη.

Σεπτέμβριος λοιπόν του 1961, και στο φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης οργανώνεται το πρώτο Αντιφεστιβάλ. Τρεις κομμένες ταινίες, το «Σαββατόβραδο» του Πάνου Παπακυριακόπουλου, η «Ελληνίδα Αγρότισσα» (γι’ αυτές τις ηρωίδες) του Νίκου Τζίμα και τα «Ματόκλαδα», προβάλλονται σ' ένα ιδιωτικό σινεμά, απέναντι στο Ολύμπιον. Ο αιθουσάρχης έχει υποστεί πιέσεις από την αστυνομία, κλειδώνει το σινεμά κι εξαφανίζεται. Ο Νίκος Κούνδουρος σπάει την πόρτα του σινεμά, κι ο Γρηγόρης Δανάλης πιάνει τη μηχανή προβολής. Καλλιτέχνες και δημοσιογράφοι γεμίζουν την αίθουσα. Στο τέλος της προβολής ο Μίκης Θεοδωράκης μου προτείνει να κάνω τον «Επιτάφιο» μεγάλου μήκους ταινία, με παραγωγό τον Μανώλη Νικολούδη.

Την άλλη μέρα, δημοσιεύονται δύο διθυραμβικές κριτικές, από τον Κώστα Σταματίου στην «Αυγή», και την Μαρία Παπαδοπούλου στη «Βραδυνή».

Ο «Επιτάφιος» δε γυρίστηκε ποτέ.